- φωνογραφώ
- φωνογράφησα, φωνογραφήθηκα, φωνογραφημένος, μτβ., αποτυπώνω σε φωνογραφικό κύλινδρο ή δίσκο ή και με άλλο μέσο τη φωνή και γενικά τους ήχους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.